Η κυβέρνηση που ορκίστηκε την Παρασκευή
11 Νοεμβρίου 2011 ήταν το αποτέλεσμα επίπονων διαπραγματεύσεων μεταξύ
των ηγεσιών των κομμάτων που τη στηρίζουν επί ένα εξαήμερο.
Η σύγχυση
την οποία προκάλεσε στην κοινή γνώμη η δυστοκία αυτή έθεσε στο περιθώριο τα προβλήματα συνταγματικής νομιμότητας σχετικά με τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Το
άρθρο 38 του Συντάγματος διακρίνει δύο μορφές παραίτησης, δηλ. αφενός
την παραίτηση της κυβέρνησης συνολικά και αφετέρου την ατομική παραίτηση
του πρωθυπουργού. Το αποτέλεσμα βέβαια και στις δύο περιπτώσεις είναι
ταυτόσημο, δηλ. η απαλλαγή της κυβέρνησης από τα καθήκοντά της, αφού η
διάρκεια του βίου της ταυτίζεται ούτως ή άλλως με την πρωθυπουργική
θητεία.
Η διαφορά της παραίτησης της κυβέρνησης
συνολικά (άρθρο 38 παρ. 1 Συντ.) από την ατομική παραίτηση του
πρωθυπουργού (άρθρο 38 παρ. 2 Συντ.) εντοπίζεται αλλού και συγκεκριμένα
στο τι επακολουθεί. Στην περίπτωση της παρ. 2 ακολουθεί η σύγκληση της
κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος στο οποίο ανήκει ο πρωθυπουργός,
εφόσον εκείνο διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή,
προκειμένου αυτή να εκλέξει νέο πρωθυπουργό. Τέτοια διαδικασία δεν
ακολουθήθηκε, βέβαια, στην περίπτωση Παπαδήμου.
Η εναλλακτική εκδοχή της παρ. 1
του άρθρου 38 προϋποθέτει την προηγούμενη παραίτηση της κυβέρνησης, ώστε
να ακολουθήσει η σύσκεψη των αρχηγών των κομμάτων, σύμφωνα με την παρ. 3
του άρθρου 37 Συντ. Ούτε και αυτή η διαδικασία ακολουθήθηκε,
όμως, για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, αφού οι συσκέψεις υπό τον
Πρόεδρο της Δημοκρατίας έγιναν στις 6.10.2011 και 10.10.2011 χωρίς να
έχει υποβληθεί ακόμη επίσημα η παραίτηση της κυβέρνησης Παπανδρέου.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στην
ανακοίνωση της Προεδρίας της Δημοκρατίας της 10ης Νοεμβρίου αναφέρεται
ότι υπό την προεδρία του Προέδρου της Δημοκρατίας “συναντήθηκαν σήμερα ο
πρωθυπουργός Γιώργος Α. Παπανδρέου” και οι κ. Σαμαράς και Καρατζαφέρης.
Καθίσταται άρα σαφές πως ο Γιώργος Παπανδρέου διατηρούσε την ιδιότητα
του πρωθυπουργού και υπό αυτήν ακριβώς την ιδιότητα (και όχι με την
ιδιότητα του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ) συμμετείχε στη συνάντηση.
Συνεπώς η
συνάντηση εκείνη δεν πληρούσε τους όρους της παρ. 3 του άρθρου 37 του
Συντάγματος.
Και τούτο πέρα από το γεγονός ότι, όπως μου είχε δοθεί η
ευκαιρία να υποστηρίξω σε ανύποπτο χρόνο (βλ. Κ. Χρυσόγονου,
Συνταγματικό Δίκαιο, 2003, σ. 531), η παραπομπή πρέπει να εκληφθεί ότι
αφορά όχι την πρώτη φάση της σύσκεψης (δηλ. την επιβεβαίωση αδυναμία
σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής), αλλά
απευθείας τη δεύτερη (δηλ. τον σχηματισμό οικουμενικής εκλογικής
κυβέρνησης ή πάντως υπηρεσιακής εκλογικής κυβέρνησης, με πρωθυπουργό τον
πρόεδρο ενός από τα τρία ανώτατα δικαστήρια).
Το συμπέρασμα είναι πως η ανάθεση της
εντολής σχηματισμού κυβέρνησης έγινε κατά τρόπο πρωθύστερο και άρα
αντισυνταγματικό. Αν και το σχετικό προεδρικό διάταγμα δεν υπόκειται σε
δικαστικό έλεγχο, η παραβίαση της συνταγματικής νομιμότητας δεν παύει να
υπάρχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου