Η κυβερνητική τρόικα ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ-όπως και οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις- βρισκόμενη σε διατεταγμένη υπηρεσία, εξυπηρετεί τα συμφέροντα των δανειστών παρά του λαού της χώρας. Η παράδοση της οικονομικής πολιτικής στους δανειστές, συνοδεύτηκε από απροκάλυπτη εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας και από καλλιέργεια κλίματος τρομοκράτησης και ηττοπάθειας του ελληνικού λαού, ενώ σταδιακά αποκαλύπτεται ότι η μεθοδευμένη υπαγωγή της χώρας σε μη νομιμοποιημένα δημοκρατικά όργανα όπως το ΔΝΤ και η ΕΚΤ, συντελέστηκε σε αγαστή συνεργασία με δυνάμεις που επιβουλεύονται την αρπαγή του εθνικού πλούτου.
Είναι προφανές ότι η κρίση χρέους υπήρξε η αφορμή για την επιβολή των βάρβαρων πολιτικών και την μπανανοποίηση της χώρας, κάτι που επανειλημμένα έχουν καταγγείλει τα περιοδικά Der Spiegel και Focus , με την επισήμανση ότι η τρόικα εξυπηρετεί πολιτικά συμφέροντα. Η εξυπηρέτηση όμως πολιτικών συμφερόντων ξένων δυνάμεων, που επιπρόσθετα επιφέρουν την εξόντωση των λαϊκών στρωμάτων, επισύρει κατά των κυβερνόντων την κατηγορία του δωσιλογισμού.
Στην υπηρεσία του νέου «Άξονος»
Πολλοί από τους υποστηρικτές των μνημονίων έχουν ανακρούσει πρύμναν μετά την ολοφάνερα επερχόμενη οικονομική τους εξόντωση από τις υφεσιακές πολιτικές και τον έλεγχο των τραπεζών από τους δανειστές. Σε αυτούς συγκαταλέγονται αφενός οι πάσης φύσεως πιστοί υπάλληλοι των ντόπιων επιχειρηματικών συμφερόντων που στήριξαν το μνημόνιο και στη πορεία βλέπουν την εξόντωσή τους, και αφετέρου, μια μερίδα ιδεολόγων του «εκσυγχρονισμού» που ανεπίγνωστα λειτούργησαν ως φερέφωνα των δανειστών, έχοντας αλλοτριωθεί από την προτεσταντικού τύπου ηθική προπαγάνδα περί της ανάγκης ηθικής διαπλάσεως του έθνους των νεοελλήνων.
Αμετανόητο παραμένει το πολιτικό προσωπικό της εγχώριας τρόικας, όπως και τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα που το στηρίζουν, υποστηρίζοντας εν πολλοίς ότι οι εφαρμοζόμενες πολιτικές αποβλέπουν στη σωτηρία της χώρας και στη παραμονή πάση θυσία στο ευρώ, παρά το γεγονός ότι στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις το 80, 4% του ελληνικού λαού δεν επιθυμεί τη πάση θυσία παραμονή. Το πολιτικό προσωπικό δεν χάνει ευκαιρία να διατυμπανίζει τις υμνολογίες του για τους δανειστές που σώζουν τη χώρα και το λαό από την χρεοκοπία μολονότι τα δάνεια επιστρέφονται πάραυτα στους ίδιους τους δανειστές ως τοκοχρεολύσια.
Κατά ανάλογο τρόπο ο δωσίλογος πρωθυπουργός της κατοχής Ράλλης, έγραφε:
«Υπενθυμίζω εις υμάς ότι αι Δυνάμεις του Αξονος, καίτοι έχουσαι να αντιμετωπίσουν όλας τας συνεπείας και τας βαρείας υποχρεώσεις του πρωτοφανούς εις έκτασιν πολέμου επέδειξαν εις πάσαν ευκαιρίαν την προς τον ελληνικόν λαόν συμπάθειάν των.
Μη λησμονείτε ότι διά γενναίας χειρονομίας των ηγετών της Γερμανίας και Ιταλίας ο ελληνικός στρατός αφέθη ελεύθερος, μη θεωρηθείς αιχμάλωτος πολέμου.
Μη λησμονείτε ότι ο ελληνικός λαός τελείως εγκαταλελειμμένος και αποκεκλεισμένος πανταχόθεν, θα κατεδικάζετο εις ομαδικόν εξ ασιτίας θάνατον, αν μη, παρ’ όλας τας τρομακτικάς δυσχερείας και παρ’ όλα τα εγκληματικά σαμποτάζ, επεσιτίζετο η χώρα μας, εκ του υστερήματός των, υπό των Δυνάμεων του Αξονος…(… )
Μη λησμονείτε ότι δεν εδίστασαν αύται και εμπειρογνώμονας ακόμη να στείλουν εις τη χωράν μας, διά να σώσουν τον ελληνικόν λαόν από τον εκφυλισμόν εκ της πείνης…
Εν Αθήναις τη 5 Μαΐου 1943.
ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΡΑΛΛΗΣ».
Το επιχείρημα των καθεστωτικών βουλευτών που υπερψήφισαν τα μνημόνια, ως απολογία έναντι των ψηφοφόρων τους, τους οποίους τάχα αντιπροσωπεύουν, είναι γνωστό: «ψηφίζουμε για την διάσωση της χώρας. Είναι μια πράξη εθνικής ευθύνης που αντιβαίνει μεν στη συνείδησή μας, αλλά είναι αναγκαία για τη σωτηρία του έθνους».
Με τα ίδια επιχειρήματα, ο έτερος δωσίλογος πρωθυπουργός της κατοχής Τσολάκογλου, υπεραμύνθηκε του γεγονότος ότι συνθηκολόγησε με τους κατακτητές, ενόσω ο ελληνικός στρατός βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη:
«Ευρέθην αντιμέτωπος ιστορικού διλήμματος: Ή ν’ αφήσω να συνεχισθη ο αγών και να γίνη ολοκαύτωμα ή υπείκων εις τας παρακλήσεις όλων των ηγητόρων του στρατου ν’ αναλάβω την πρωτοβουλίαν της συνθηκολογήσεως… “Τολμήσας” δεν υπελόγισα ευθύνας… Μέχρι σήμερον δεν μετενόησα δια το τόλμημά μου. Τουναντίον αισθάνομαι υπερηφάνειαν.»
Γ. ΤΣολάκογλου Απομνημονεύματα, Έκδοσις «Ακροπόλεως», ΑΗΝΑΙ, 1959.
Η ταυτότητα του ρητορικού λόγου των κατοχικών δοσίλογων και του σημερινού πολιτικού προσωπικού μπορεί να φαίνεται τυχαία, εντούτοις, εκκινεί από τις ίδιες εκλογικευτικές νοητικές διεργασίες αλλά και από τα ίδια αίτια που τις παράγουν.
Οι τρεις πρωθυπουργοί της κατοχικής περιόδου-Λογοθετόπουλος, Τσολάκογλου, Ράλλης- με την Συντακτική Πράξη αρ. 6/20-1-1945 («Νόμος Περί Δωσιλόγων»), καταδικάστηκαν ως δωσίλογοι, με βάση την κατηγορία ότι «ανέλαβαν τον σχηματισμόν κυβερνήσεως τη συγκαταθέσει των εχθρών της Πατρίδος», ενώ παράλληλα προέβησαν σε εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας, διασπορά ηττοπάθειας στον ελληνικό λαό και συνεργασία με τον κατακτητή, αναφορικά με τη διάπραξη εγκλημάτων κατά του ελληνικού λαού.
Το κατηγορητήριο του 1945 ταιριάζει γάντι με τις πράξεις του σημερινού πολιτικού προσωπικού, αν ο όρος «έγκλημα κατά του λαού» συμπεριλάβει και τον εξαναγκασμό σε αυτοκτονία ή μετανάστευση με μεθόδους εξοντωτικής οικονομικής και θεσμικής βίας.
Εθνική ελίτ και δωσιλογισμός
Η έρευνα αναφορικά με τον δωσιλογισμό της κατοχής έχει δείξει ότι οι δωσίλογοι, αφενός δεν τιμωρήθηκαν, λόγω των θεσμικών και εξωθεσμικών παρεμβάσεων στο έργο της δικαιοσύνης και αφετέρου, ότι είναι αυτοί που συγκρότησαν τη «νέα μεταπολεμική πολιτικοκοινωνική-και οικονομική- ελίτ του τόπου». Η ίδια ελίτ είναι υπεύθυνη για την πολιτική εξάρτηση της χώρας από τις δυτικές δυνάμεις, όσο και για την απουσία ενός σχεδίου εθνικής οικονομικής ανάκαμψης. Η δημιουργία μιας παρασιτικής οικονομικής τάξης που κύριο στόχο είχε την εκμετάλλευση των εθνικών πόρων σε αγαστή συνεργασία με τα ξένα συμφέροντα, θα ήταν αδύνατη αν δεν υπήρχε μια πολιτική ελίτ που έθετε τα ξένα συμφέροντα υπεράνω των «εθνικών», από την ανάγκη της να διατηρεί την κυριαρχία.
Το πρόβλημα του δωσιλογισμού είναι κατά κύριο λόγο το πρόβλημα της εξουσίας. Η θέση που υποστηρίζει ότι ο κατοχικός δωσιλογισμός υπήρξε μια μορφή διεθνισμού της εξουσίας, φαίνεται να ευσταθεί για πολλούς λόγους, λαμβάνοντας υπόψη το πολιτικό κλίμα της εποχής, στο οποίο, πολιτικά κόμματα όσο και κοινωνικά στρώματα, δημιουργούσαν συλλογικές ταυτότητες σε μια ταύτιση με τις ισχυρές δυνάμεις της εποχής, των οποίων οικειοποιούταν ακόμη και τη κουλτούρα καθώς ζούσαν σε καθεστώς ανασφάλειας.
Οι αναλογίες με την Ελλάδα της μεταπολίτευσης είναι ευδιάκριτες. Με το τέλος του πατριωτικού ΠΑΣΟΚ και παράλληλα με τις ευρωπαϊκές ζυμώσεις που ξεκινούν από την ΕΕΠ (Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, 1986) και που οδηγούνται στη Συνθήκη του Μάαστριχ (1992), η πολιτικο-οικονομική ελίτ της χώρας μπαίνει σε μια φάση διεθνοποίησης. Έτσι όπως ορίζεται από την Συνθήκη του Μάαστριχ:
«Η καθιέρωση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας αποβλέπει στην ενίσχυση και στην προώθηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας…».Η γραφειοκρατική γένεση της «ευρωπαϊκής ιθαγένειας», παρότι δεν έχει ουδεμία επίπτωση στα λαϊκά στρώματα, προσέφερε στις ευρωπαϊκές ελίτ των χωρών της περιφέρειας το άλλοθι, ώστε να τεθούν στη υπηρεσία των κρατών του ευρωπαϊκού κέντρου. Όχι βέβαια για ιδεολογικούς λόγους, αλλά για λόγους συμφέροντος. Η εθνική πολιτική και οικονομική εξουσία, στα πλαίσια της ευρωπαϊκής επικράτειας αποκτά μια φαντασιακή διάσταση ισχύος που συμπαρασύρει τα υποκείμενα-όπως έχει διαφανεί από τους πρωτεργάτες των μνημονίων-, σε ψευδαισθήσεις μεγαλείου. Η «ευρωπαϊκή ιθαγένεια» βέβαια, είναι προσφορά στους ιθαγενείς του νότου, δεδομένου ο ευρωπαϊκός πυρήνας λειτουργεί de facto ως ευρωπαϊκός και με γνώμονα το εθνικό του συμφέρον. Οι ελίτ του νότου, προκειμένου να αυξηθεί η κερδοφορία μέσω της μείωσης του μισθολογικού κόστους, της αρπαγής των κερδοφόρων τομέων του κράτους πρόνοιας και των ιδιωτικοποιήσεων της δημόσιας περιουσίας, αλλά και υποκύπτοντας στην εγγενή πολιτισμική τους μειονεξία, εξαναγκάστηκαν τελικά να λειτουργήσουν ως όργανα του ευρωπαϊκού πυρήνα και κυρίως της Γερμανίας.
Έτσι γεννιέται ένα νέο είδος μεταμοντέρνου δωσιλογισμού. Η παράδοση της χώρας στους δανειστές, η συνεργασία με τον εχθρό που αγιοποιείται με τον τρόπο που το έκανε ο Ράλλης και τα εγκλήματα κατά του λαού μέσω του οικονομικού πολέμου, εκλογικεύονται ως «ευρωπαϊκή πορεία της χώρας», «παραμονή στη ζώνη του ευρώ», και «παραμονή στο σκληρό πυρήνα της ΕΕ».
Εθνικότητα και υπερεθνική ελίτ
Ο Benjamin Disraeli, ήδη από τον 17ο αιώνα έγραφε αναφορικά με τα δύο έθνη της Αγγλίας:
“Two nations; between whom there is no intercourse and no sympathy; who are as ignorant of each other’s habits, thoughts, and feelings, as if they were dwellers in different zones, or inhabitants of different planets; who are formed by a different breeding, are fed by a different food, are ordered by different manners, and are not governed by the same laws.” “You speak of — ”said Egremont, hesitantly. “ THE RICH AND THE POOR.”Η διάκριση του Disraeli μεταξύ των δύο εθνών – πλουσίψν και φτωχών-, αν και έγινε με πρόθεση να υποστηριχθεί η αρχή της μοναρχίας ως σύμβολο της ενότητας του έθνους, που είχε διαρραγεί από την καπιταλιστική ανάπτυξη, πάραυτα, εμπεριέχει μια αλήθεια. Η συνείδηση του έθνους, αν η έννοια έθνος εκληφθεί με το πολιτισμικό περιεχόμενό της, δεν είναι ταυτόσημη για την αστική και τη λαϊκή τάξη. Η αστική τάξη εκλαμβάνει την έννοια με όρους κυριαρχίας, αντίθετα από την λαϊκή, που την νοηματοδοτεί με κοινοτικούς όρους, όπως ακριβώς το εκφράζει η έννοια της πατρίδας.
Στα πλαίσια του έθνους-κράτους, η έκβαση των ταξικών συγκρούσεων διαμορφώνει και την γενικότερη φυσιογνωμία της εθνικής πολιτικής, που λογικά θα όφειλε να εκφράζει την γενικότερη ισορροπία δυνάμεων. Όταν όμως υφίσταται πολιτική ηγεμονία της αστικής τάξης-η συνήθης συνθήκη με το σύστημα του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος-, τότε «θεμέλιο του πολιτεύματος» είναι η αστική τάξη και «όλες οι εξουσίες πηγάζουν» από αυτή και υπέρ αυτής και του έθνους. έτσι όπως αυτή το ορίζει. Κατ’ αυτό τον τρόπο το έθνος γίνεται ένα ιδεολόγημα κυριαρχίας της αστικής τάξης, το οποίο και χρησιμοποιείται για την υποταγή της λαϊκής, ενώ η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας με βάση την οποία νομιμοποιείται το πολίτευμα ηχεί ως ανέκδοτο. Έτσι όμως η πολιτική εξουσία-όσο και η οικονομική που την στηρίζει- βρίσκεται σε μια διαρκή κρίση νομιμοποίησης και όσο εντείνεται η απονομιμοποίηση, τόσο το σύστημα επικαλείται την έννοια του έθνους για να διατηρήσει τον έλεγχο, ενώ παράλληλα καταγγέλλει ως εχθρούς του έθνους όσους αμφισβητούν την ταύτιση του με τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Η συνθήκη αυτή εξαναγκάζει την αστική τάξη να αναζητήσει συμμαχίες με τις όμορες τάξεις των ισχυρών κρατών, συμμαχίες που εκλαμβάνουν πολιτικό και οικονομικό χαρακτήρα.
Για την Ελλάδα, μια χώρα της περιφέρειας, που έτσι κι αλλιώς βρίσκεται δομικά σε εξάρτηση στα πλαίσια του δυτικού καπιταλιστικού συστήματος, η υπαγωγή της αστικής της τάξης υπό την κηδεμονία μιας ισχυρότερης, εκλαμβάνει τον χαρακτήρα υποταγής. Δεν είναι μόνο η σχέση μητρόπολης-δορυφόρου που δημιουργεί την άνιση ανάπτυξη και την μεταφορά πλεονάσματος, αλλά επιπλέον η άμεση διείσδυση μιας άλλης εθνικής τάξης στην δορυφορική κρατική δομή. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που ο γερμανικός καπιταλισμός διείσδυσε μεθοδικά και με αφανή τρόπο στο κράτος της μεταπολίτευσης όπως το έχει κάνει επανελεγμένα στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους, Ουσιαστικά ήταν αυτός που ενορχήστρωσε την εξαρτημένη οικονομία, που συντηρούσε τον παρασιτικό ελληνικό καπιταλισμό αποκομίζοντας τεράστια κέρδη και χρηματοδοτούσε την παραπαίουσα πολιτική τάξη της χώρας. Και ακόμη λιγότερο τυχαίο, το γεγονός ότι με το ξέσπασμα της κρίσης, το γερμανικό κεφάλαιο και η γερμανική πολιτική τάξη, αντιμετωπίζουν το ελληνικό πολιτικο-οικονομικό σύστημα ως υπηρεσιακό προσωπικό αποικίας, ενώ η ιθαγενής αστική τάξη συμπληρώνει πιστοποιητικά υποταγής. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός νομιμοποιείται βέβαια από την ντόπια αστική τάξη, που δηλώνει ευθέως πια ότι επιβιώνει χάριν της ελεημοσύνης της γερμανικής καγκελαρίας.
Ο κατοχικός δωσιλογισμός μπορεί να ειδωθεί στα πλαίσια της εξάρτησης από τις ιμπεριαλιστικές δυτικές δυνάμεις και πιο ειδικά σε συνάρτηση με τις διαταξικές σχέσεις της αστικής τάξης σε υπερεθνική κλίμακα. Ο Άξονας φάνταζε ανίκητος και ένα τμήμα της αστικής τάξης προσδοκούσε την διασφάλιση της κυριαρχίας του μέσα από αυτόν.
Στο χώρο κυρίως της δεξιάς είναι γνωστό ότι από πολύ νωρίς-ήδη από τη δεκαετία του ’50- είχε ξεκινήσει ο διάλογος σχετικά με το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας, με κυρίαρχη θέση την αμφισβήτηση της διατήρησης της και την ανάγκη υπέρβασής της στα πλαίσια της ΕΟΚ. Είναι φανερό ότι η ΕΟΚ φάνταζε ως το μέσο που θα μπορούσε να εξασφαλίσει εσαεί την κυριαρχία επί των χαμηλών τάξεων, σε μια περίοδο που το μέλλον φάνταζε ζοφερό για τα προνόμια της αστικής τάξης. Στο λόγο του Κ. Καραμανλή του πρεσβύτερου, κατά την κύρωση της συμφωνίας σύνδεσης με την ΕΟΚ (1961), διακρίνεται ότι οι λόγοι αυτής της επιλογής είναι κυρίως πολιτικοί:
«Εις την συνείδησιν των Ελλήνων, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότης δεν συνιστά απλώς μίαν οικονομικήν κοινοπραξίαν, αλλά αποτελεί οντότητα με ευρυτέραν πολιτικήν αποστολήν και σημασίαν..(.). . η οικονομική ενοποίησης της Ευρώπης θα οδηγήση εις την ουσιαστικήν ευρωπαϊκήν ενότητα και δι’ αυτής εις την ενίσχυσιν της δημοκρατίας και της ειρήνης…..»Μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ (1981), ξεκινά μια περίοδο ταχείας διαδικασίας ενσωμάτωσης της ελληνικής ελίτ στην ευρωπαϊκή, κάτι που θα ενταθεί μετά την είσοδο στην ΟΝΕ και θα ιδεολογικοποιθηθεί από θεωρίες του συρμού όπως ο ευρωπαϊσμός, εκσυγχρονισμός, κοσμοπολίτισμός, διεθνισμός και αριστερός ανανεωτισμός. Σε αυτό έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο η μαζικοποίηση των κυβερνητικών κομμάτων που επέτρεψε τον μετασχηματισμό τους σε κόμματα καρτέλ και επέτρεψε την αυτονόμηση των ηγετικών τους ομάδων, ταυτόχρονα με τον ιστορικό συμβιβασμό, που μεταμφίεσε τις ενδοεθνικές ταξικές συγκρούσεις του παρελθόντος σε εθνικούς αγώνες.
Το κυρίαρχο στοιχείο που συντελείται τη περίοδο αυτή είναι η σύμφυση της ελληνικής ελίτ με την ευρωπαϊκή, κάτι που είναι πιο ευδιάκριτο στο πολιτικό πεδίο, όσο και σε εκείνο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η σύμφυση αυτή σημαίνει (όπως έχει περιηραφεί από τους W. ROBINSON και J. HARRIS στο «Towards A Global Ruling Class? Globalization and the Transnational Capitalist Class»), ότι έχει σχηματισθεί μια υπερεθνική τάξη που λειτουργεί ιεραρχικά και διεισδύει με ποικίλους τρόπους στους εθνικούς κρατικούς μηχανισμούς, καθορίζοντας το σύνολο της εθνικής πολιτικής.
Τόσο το υπερεθνικό ευρωπαϊκό κεφάλαιο όσο και η υπερεθνική πολιτική τάξη, λειτουργούν με γνώμονα την εξυπηρέτηση των υπερεθνικών τους συμφερόντων, παρότι είναι αναγκασμένες να βρίσκονται εδαφικά στα εθνικά όρια. Η διολίσθηση του έθνους-κράτους σε ένα νεκρό τυπικό μόρφωμα είναι ορατή, εφόσον έννοιες όπως εθνικό συμφέρον, δημοκρατικές διαδικασίες και νομιμοποίηση, καθώς και οι ταξικές συγκρούσεις, παύουν να έχουν περιεχόμενο. Όλη αυτή η διαδικασία εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου ενώ ταυτόχρονα αποκρύπτεται το γεγονός ότι επιφέρει γεωπολιτικές ανακατατάξεις με την αναζωπύρωση του ιμπεριαλισμού. Στην ευρωπαϊκή εκδοχή της παγκοσμιοποίησης, η γερμανική οικονομική και πολιτική ελίτ είναι φανερό ότι επαναπροσδιορίζει τον γεωπολιτικό και γεωοικονομικό χάρτη της Ευρώπης με την συναίνεση των περιφερειακών αστικών τάξεων, καθώς αυτές, με αυτό τον τρόπο προσδοκούν την επιβίωσή τους.
Ομνύοντας στο νέο «έθνος» των κουκουλοφόρων της Αγοράς
«Από κοινωνία ελευθέρων προσώπων φθάσαμε στο σημείο ολόκληροι λαοί να γίνονται υποψήφιοι δούλοι απρόσωπων ομάδων, ανωνύμων εμπόρων του χρήματος πού ρυθμίζουν βασικά τις οικονομίες των λαών, οι οποίοι είναι γνωστοί ως αγορές. (…) Οι αποφάσεις των αγνώστων αυτών παραγόντων που δρουν με καλυμμένα πρόσωπα, μπορούν να ανατινάξουν κράτη και έθνη και να καταδικάσουν εκατομμύρια ανθρώπους στην ανεργία και την κοινωνία σε εξαθλίωση». (Αναστάσιος Αλβανίας)
Ένα από τα αποτελέσματα της –σχεδιασμένης-διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς, είναι η αποσάθρωση του κράτους-έθνους, που συμπαρασύρει όλα τα κεκτημένα εντός του. Η διεθνοποίηση της ίδιας της παραγωγής, το ότι οι παραγωγικές μονάδες βρίσκονται διασπαρμένες σε χώρους ανεξέλεγκτους από τα ίδια τα κράτη-και πολύ περισσότερο τα κεφάλαια-, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν ένα παγκόσμιο σύστημα καταμερισμού εργασίας, ουσιαστικά ακυρώνουν την παρεμβατική ικανότητα του κράτους. Στα πλαίσια της ΕΕ, είναι η πιστή εφαρμογή του oliberalismus, -της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς»-, με βάση τον οποίο, ο ρόλος του κράτους έγκειται στη διασφάλιση της λειτουργίας της αγοράς και στην καπιταλιστική αναπαραγωγή εν γένει.
Η οικονομία της αγοράς-ένα υποτίθεται αυτορυθμιζόμενο πεδίο διαπλοκής ποικίλλων συμφερόντων-καθίσταται πια νομιμοποιητική αρχή και πηγή δικαίου. Γίνεται τελικά ένα νέο «έθνος» χωρίς εδαφικότητα, που ασκεί τον έλεγχο σε όλα τα παραδοσιακά θεσμικά μορφώματα, όπως πολύ αποτελεσματικά το επιτυγχάνει το διευθυντήριο της ΕΕ. Η Αγορά, η ιδεολογική μεταμφίεση του καπιταλισμού, καθίσταται πια φετίχ, το νέο σύγχρονο τοτέμ στο οποίο ομνύουν τεχνοκράτες, πολιτικοί και επιχειρηματίες, παρά το γεγονός ότι μια σύμπραξη κεφαλαιοκρατών, ολιγοπωλίων και μονοπωλίων κατασκευάζουν αυτό τον νέο μύθο βάση ενός σχεδίου που αυτονομείται, αποκτά αντικειμενική υπόσταση και τελικά εξουσιάζει τους δημιουργούς του. Η καθολική αλλοτρίωση, η παρανοϊκή υποκατάσταση των αξιών από τα αντικείμενα, της κοινωνίας από το «έθνος» της αγοράς, μετασχηματίζει την συνείδηση των ελίτ και οδηγεί στον νέο δωσιλογισμό.
Η ελληνική ελίτ δεν κάνει κάτι περισσότερο από το να εξυπηρετεί αυτό το νέο «έθνος», ενάντια στο εθνικό συμφέρον. Η εκποίηση του κράτους, της πατρίδας, συνοδεύει την εκποίηση του έθνους. Εν ολίγοις πρόκειται για τον νέο δωσιλογισμό, που νομιμοποιείται πια από την Αγορά και την υπερεθνική ελίτ που την αναπαράγει. Η επιβίωση της ελληνικής ελίτ περνάει μέσα από την εξαθλίωση του λαού και την καταστροφή όλου του πολιτισμού που έχει παραχθεί στα πλαίσια του έθνους-κράτους.
Σουλτάνης Γρ.
Ολυμπιάδα, Σάββατο, 5 Ιανουαρίου 2013 (Πράξη «Ευθύνης» και Διεθνισμού)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου