Σελίδες

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Η αυταπάτη τής λιτότητας

Μην μπορώντας να προβεί σε οποιαδήποτε εποικοδομητική δράση προς οποιονδήποτε κοινό στόχο, το Κογκρέσο των ΗΠΑ περιορίστηκε πρόσφατα στο να παίζει ένα συνεχές επικίνδυνο παιχνίδι με την αμερικανική οικονομία. Η πανωλεθρία της οροφής του χρέους έδωσε τη θέση της στον «δημοσιονομικό γκρεμό», ο οποίος μετασχηματίστηκε σε οριζόντιες περικοπές στις αμυντικές δαπάνες και σε άλλους δημόσιους λογαριασμούς, κάτι που έγινε γνωστό ως «δέσμευση» (sequestration).


Οτιδήποτε κι αν συμβεί στη συνέχεια στο φορολογικό μέτωπο, το πιο πιθανό είναι να υπάρξουν περαιτέρω περικοπές στις δαπάνες. Και έτσι, μια διαφορετική μορφή των μέτρων λιτότητας που έχουν χαρακτηρίσει την χάραξη της πολιτικής στην Ευρώπη από το 2010, έρχεται επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το μόνο ερώτημα είναι το πόσο μεγάλο θα καταλήξει να γίνει το χτύπημα και ποιος θα αναλάβει το κύριο βάρος. Αυτό που κάνει όλα τούτα τόσο παράλογα είναι ότι η ευρωπαϊκή εμπειρία έχει δείξει για άλλη μια φορά γιατί η συμμετοχή στο κλαμπ της λιτότητας είναι ακριβώς το λάθος πράγμα για μια οικονομία που αγωνίζεται να λύσει τα προβλήματά της.

Οι χώρες της ευρωζώνης, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι χώρες της Βαλτικής έχουν προσφερθεί εθελοντικά ως υποκείμενα ενός μεγάλου πειράματος που έχει ως στόχο να ανακαλύψει εάν είναι δυνατό για μια οικονομικά στάσιμη χώρα να χαράξει τον δρόμο της προς την ευημερία. Η λιτότητα - ο σκόπιμος αποπληθωρισμός των εγχώριων μισθών και των τιμών μέσω περικοπών στις δημόσιες δαπάνες - έχει σχεδιαστεί να μειώνει τα χρέη και τα ελλείμματα ενός κράτους, να αυξάνει την οικονομική ανταγωνιστικότητά του και να αποκαθιστά αυτό που αόριστα αναφέρεται ως «επιχειρηματική εμπιστοσύνη».

Αυτό το τελευταίο στοιχείο είναι το κλειδί: οι υπέρμαχοι της λιτότητας πιστεύουν ότι η περικοπή δαπανών προσελκύει τις ιδιωτικές επενδύσεις, δεδομένου ότι σηματοδοτεί πως η κυβέρνηση ούτε θα παραγκωνίσει τον κόσμο των επενδύσεων με τις δικές της προσπάθειες τόνωσης της οικονομίας ούτε θα προσθέτει στο συσσωρευμένο χρέος της. Οι καταναλωτές και οι παραγωγοί, συνεχίζει το ίδιο επιχείρημα, θα αισθανθούν σιγουριά για το μέλλον και θα ξοδέψουν περισσότερα, επιτρέποντας έτσι στην οικονομία να αναπτυχθεί και πάλι.

Σε αρμονία με αυτό το σκεπτικό, και μετά το σοκ της πρόσφατης οικονομικής κρίσης η οποία προκάλεσε τεράστια διόγκωση του δημοσίου χρέους, μεγάλο μέρος της Ευρώπης ακολουθεί με συνέπεια πολιτικές λιτότητας τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Τα αποτελέσματα του πειράματος είναι παρόντα, και είναι εξίσου συνεπή: Η λιτότητα δεν λειτουργεί. Οι περισσότερες από τις οικονομίες στην περιφέρεια της ευρωζώνης έχουν μπει σε ελεύθερη πτώση από το 2009, και κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2012 η ευρωζώνη στο σύνολό της συρρικνώθηκε για πρώτη φορά.

Η οικονομία της Πορτογαλίας συρρικνώθηκε κατά 1,8%, της Ιταλίας μειώθηκε κατά 0,9%, ακόμα και η υποτιθέμενη ατμομηχανή της περιοχής, η Γερμανία, είδε την οικονομία της να συρρικνώνεται κατά 0,6%. Το Ηνωμένο Βασίλειο, παρόλο που δεν είναι στην ευρωζώνη, μόλις που γλίτωσε από το να παρουσιάσει για πρώτη φορά στον κόσμο μια ύφεση τριπλής πτώσης (triple-dip recession, πρόκειται για την επιστροφή για τρίτη φορά σε υφεσιακούς ρυθμούς μετά από ένα ή δύο τρίμηνα θετικών ρυθμών ανάπτυξης).

Η μόνη έκπληξη είναι ότι τίποτε από αυτά δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Στο κάτω - κάτω, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποίησε τον Ιούνιο του 2012 ότι οι ταυτόχρονες περικοπές κρατικών δαπανών σε αλληλοσυνδεόμενες οικονομίες κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης, όταν τα επιτόκια ήταν χαμηλά, επρόκειτο αναπόφευκτα να βλάψει τις προοπτικές της ανάπτυξης. Και αυτή η προειδοποίηση απλώς προστέθηκε στις άφθονες αποδείξεις ότι κάθε χώρα που είχε ήδη υιοθετήσει την λιτότητα είχε σημαντικά περισσότερο χρέος από όσο όταν ξεκίνησε.

Το χρέος προς το ΑΕΠ της Πορτογαλίας αυξήθηκε από 62% το 2006 στο 108% το 2012. Της Ιρλανδίας υπερτετραπλασιάστηκε, από 24,8% το 2007 στο 106,4% το 2012. Το χρέος προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα αυξήθηκε από 106% 2007 στο 170% το 2012. Και το χρέος της Λετονίας αυξήθηκε από 10,7% του ΑΕΠ το 2007 στο 42% το 2012. Κανένα από αυτά τα στατιστικά στοιχεία δεν έχει ακόμη αρχίσει να συνυπολογίζεται στο κοινωνικό κόστος της λιτότητας, το οποίο περιλαμβάνει επίπεδα ανεργίας που δεν έχουν ξαναφανεί από τη δεκαετία του 1930 στις χώρες που απαρτίζουν σήμερα τη ευρωζώνη. Γιατί, λοιπόν, οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να πορεύονται σε αυτό το μονοπάτι;

Η λιτότητα έγινε και παραμένει η προεπιλεγμένη πολιτική απάντηση στην οικονομική κρίση στην ευρωζώνη και για υλικούς και για ιδεολογικούς λόγους. Υλικά, επειδή υπήρξαν ελάχιστες άλλες εύκολα διαθέσιμες πολιτικές επιλογές. Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες κατόρθωσαν να διασώσουν τις τράπεζες το 2008 διότι διέθεταν ένα κεντρικό Υπουργείο Οικονομικών και μια Κεντρική Τράπεζα, θεσμούς που είχαν την ικανότητα να μπορούν να δεχθούν οποιοδήποτε είδος εξασφαλίσεων ήθελαν, η ΕΕ έπρεπε να στηρίξει το δικό της παραπαίον τραπεζικό σύστημα (το οποίο ήταν τρεις φορές μεγαλύτερο και είχε διπλάσια μόχλευση σε σύγκριση με το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ), με ελάχιστα περισσότερα από κάποια πρόσθετη ρευστότητα, περικοπές δαπανών και ξόρκια για την «ακλόνητη δέσμευση στο ευρώ». Το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ αποτίναξε το χρέος του και ανακεφαλαιοποιήθηκε και είναι τώρα έτοιμο να αναπτυχθεί. Η ΕΕ, λαμβανομένης υπόψη της θεσμικής της δομής, δεν ήταν καν ικανή να ξεκινήσει αυτή τη διαδικασία. Ως αποτέλεσμα, οι οικονομίες της ευρωζώνης συνέχισαν να συρρικνώνονται, παρά την όλο και πιο αμφίβολη υπόσχεση ότι η εμπιστοσύνη επιστρέφει.

Ιδεολογικά, είναι η διαισθητική έφεση στην ιδέα της λιτότητας - να μην ξοδεύεις περισσότερα από όσα έχεις - που πραγματικά δημιουργεί τον χρησμό. Το να κατανοηθεί το πώς η λιτότητα κατέληξε να είναι η βασική πολιτική στην φιλελεύθερη οικονομική σκέψη όταν τα κράτη έχουν μπει σε μπελάδες, μπορεί να αποκαλύψει γιατί είναι τόσο γοητευτική και τόσο επικίνδυνη

MARK BLYTH
(καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Brown)
Foreign affairs, Παρασκευή, 2 Αυγούστου 2013 (Η αυταπάτη τής λιτότητας) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου